Το βασιλόπουλο και ο δράκος ( The young Prince and the Dragon )

Μουσικά παραμύθια_beetroot

   Το βασιλόπουλο και ο δράκος

    ένα μουσικό παραμύθι για αφηγητή , κιθάρα, ορχήστρα εγχόρδων και κρουστά.

   The young Prince and the Dragon  fairy tale for narrator, guitar , strings and percussions

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που ήταν πολύ λυπημένος γιατί δεν είχε αποκτήσει παιδιά. Έτσι έταξε στο δράκο το πρώτο παιδί που θα αποκτούσε. Πράγματι σε εννέα μήνες η βασίλισσα γέννησε ένα όμορφο βασιλόπουλο. Αφού όμως πέρασαν τα χρόνια ο δράκος ήρθε να το ζητήσει πίσω ….

Ο Γιώργος Κοροπούλης απέδωσε έμμετρα ένα παραδοσιακό Ελληνικό παραμύθι δημιουργώντας την βάση της μουσικής σύνθεσης.

Διάρκεια 26′

Το έργο ήταν μια παραγγελία του Ελληνικού Σχεδίου και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στις 28.4.13 με τους παρακάτω συντελεστές

αφήγηση Δημήτρης Πιατάς | ορχήστρα εγχόρδων Καμεράτα |κιθάρα Κορίνα Βουγιούκα |κρουστά Δημήτρης Δεσύλας | διεύθυνση Γιώργος Πέτρου

text Giorgos Koropoulis | narrator Dimitris Piatas | Kamerata | conductor Giorgos Petrou | guitar Korina Vougiouka | percussions Dimitris Dessilas

Premier on Onassis Cultural Center 28.4.13
A commission by Hellinic Plan

Απόσπασμα από ζωντανή ηχογράφηση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Excepts from live performance

The young Prince and the Dragon-Onassis Cultural Center 28.4.13

Το Βασιλόπουλο και ο Δράκος

Κείμενο Γιώργος Κοροπούλης

Λοιπόν που λέτε, μια φορά κι έναν καιρό,

σε κάποια χώρα που σε χάρτη δεν θα βρώ,

 ζούσε ένας βασιλιάς που δεν είχε παιδιά·

κι ήταν πολύ θλιμμένος· κι είπε, μια βραδιά:

<<Να είχα τώρα ένα μωρό, να μού γελάει!

Κι έπειτα ας το ‘παιρνε ο δράκος να το φάει>>.

 Και εισακούστηκε η ευχή του: Η βασίλισσα

γέννησε αγόρι σ’ εννιά μήνες· κι όταν κύλησαν

 είκοσι χρόνια, ήρθε ο δράκος να το πάρει.

Κι ήξερε ο βασιλιάς πως δεν μπορεί να πάρει

πίσω το λόγο του· και, μ’ όλο τον καημό του,

δέχτηκε – κι είπε για το τάμα του στον γιό του.

Και λέει το βασιλόπουλο: <<Πρώτος θα βρω

τον δράκο· κι ίσως, μια φορά κι έναν καιρό,

θα λεν για κάποιον που απ’ τη μοίρα του ξεφεύγει>>.

Και παίρνει ένα μαχαίρι, χαιρετά και φεύγει…

Κι έτσι αλλάζει κι η σκηνή: Γύρω βουνά,

παντού ερημιά, και προχωράει στα σκοτεινά

το αγόρι· και κάτι πιο μαύρο να σαλεύει

βλέπει – κι ορμάει προς τον δράκο που γυρεύει.

Κι αντί για δράκο – τι να δει; ένα λιοντάρι

κι έναν αητό κι ένα μυρμήγκι – σε σαφάρι.

Δείχνουν στο αγόρι το ψοφίμι που είχαν βρει

και τον ρωτάνε πώς μπορεί να μοιραστεί.

Στα τρία το μοίρασε: το λίγο στον αητό

και στο λιοντάρι το πολύ κι ένα μικρό,

πολύ μικρό κομμάτι δίνει στο μυρμήγκι!

Και θαύμασαν τα ζώα. Κι όταν πια είχε φύγει

το αγόρι, σκέφτηκαν πως δεν του το ανταπέδωσαν·

και τον προφταίνουν και – ακούστε τι του έδωσαν:

Λέει το λιοντάρι: <<Αν πεις δυο φορές “λιοντάρι”,

στα στίφη των εχθρών θα ορμήσεις σαν λιοντάρι>>.

Κι ο αητός: <<Αν δυο φορές πεις “αητός”,

φτερά θ’ απλώσεις να πετάξεις σαν αητός·

                                                                μα μη φοβάσαι:  μόλις δυο φορές πεις “άνθρωπος”,

θα μπορείς πάλι να προσγειωθείς σαν άνθρωπος>>.

Και το μυρμήγκι: <<Αν πεις δυο φορές “μυρμήγκι”,

παντού τρυπώνεις και ξεφεύγεις σαν μυρμήγκι·

μα μη φοβάσαι: μόλις δυο φορές πεις “άνθρωπος”,

θα πάρεις πάλι όλο το μπόι σου σαν άνθρωπος>>.

Ευχαριστεί πολύ το αγόρι για τα δώρα

και χάνεται στο δάσος… Κι είναι πάλι η ώρα

που η σκηνή αλλάζει – και το μαγικό

δάσος, τοπίο γίνεται βουκολικό.

Και ζει κι εδώ ένας βασιλιάς· κι έχει και στάνη·

μα απέχει η στάνη απ’ το παλάτι· και δεν φτάνει

ποτέ το γάλα του ζεστό στον βασιλιά…

Κι εγώ να ήμουν, δεν θα έπινα γουλιά…

Και βγήκε εντέλει ο κήρυκας να διαλαλήσει

πως ο γενναίος που ζεστό θα προσκομίσει

το γάλα, κάμπους διασχίζοντας και όρη,

θα λάβει ως σύζυγο του βασιλιά την κόρη.

Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα όταν φτάνει

το βασιλόπουλό μας έξω από τη στάνη·

και του χυμάνε τα σκυλιά· μα αυτός φωνάζει

δυο φορές <<αητός>>, κι υψώνεται, κι αλλάζει

σ’ άνθρωπο πάλι όταν στη στάνη είναι πια·

και λέει πως τάχα δεν συνάντησε σκυλιά.

Κι αφού μαθαίνει τα καθέκαστα, ζητάει

να πάει το γάλα αυτός – κι η στάνη όλη γελάει·

μα όταν τους λέει πως θα το πει στον βασιλιά,

φέρνουν το γάλα, δένουνε και τα σκυλιά…

Και μόλις χάθηκε απ’ τα μάτια τους το αγόρι,

δυο φορές είπε <<αητός>>, πάνω απ’ τα όρη

κι από τους κάμπους πέταξε σαν αστραπή –

κι η αυλόθυρα του παλατιού ήταν κλειστή.

Μα αυτός εντέλει τρύπωσε – μαντέψτε πώς·

και τίποτα δεν πήρε είδηση ο σκοπός.

Κι ήταν μεγάλα φωτισμένα όλα στη σάλα

του παλατιού – και δίνει το ζεστό το γάλα

στον βασιλιά, που αποφασίζει να τον δώσει

στην κόρη του άντρα πριν το γάλα του κρυώσει…

***

Όμως φυσάει ένας αέρας παγερός

στις εσχατιές του βασιλείου… Ο δολερός

έπαρχος του Βορρά στασίασε και κομπάζει·

κι ο βασιλιάς τον μέλλοντα γαμπρό φωνάζει

και του ζητάει ενώπιον όλης της αυλής

να ηγηθεί της κρατικής καταστολής

των ρέμπελων που από μυαλό δεν έχουν στάλα

κι είναι -πώς να το πω;- σαν μύγες μες στο γάλα.

Το βασιλόπουλο το δέχεται, αρκεί

να έρθουν μαζί του μόνο λίγοι και εκλεκτοί.

Κι ορμά στους ρέμπελους το παληκάρι

και δυο φορές αναφωνεί <<λιοντάρι>>·

και τους σαρώνει· κι ο έπαρχος καρατομείται…

Και το ειδύλλιο τότε ανασυγκροτείται

κι ολοκληρώνεται με γάμους και χαρές.

Και κανενός ο νους δεν πάει στις συμφορές

που έρχονται πάντα όταν κάποιος ξεχαστεί.

Και μιαν ημέρα, που το αγόρι πάει να πιει

νερό, πετιέται ο δράκος μέσα απ’ το πηγάδι

και τον τραβάει βαθιά στου πηγαδιού τον Άδη…

Τον θάνατό του ο βασιλιάς πολύ τον θρήνησε·

μα από την κόρη του τον έκρυψε· και μήνυσε

να βρούνε κάποιον που του άντρα της να μοιάζει.

Και όταν τον βρήκανε, της τον παρουσιάζει,

χαρά γεμάτος τάχα που ο γαμπρός του γύρισε.

Όμως εκείνη δεν γελάστηκε· και ζήτησε

από τον άντρα που της φέραν στο παλάτι

να έρθει στο δώμα της να τον ρωτήσει κάτι.

Και πάει πρώτη και γυρίζει το κλειδί

και τον ρωτάει αν ξέρει τρόπο για να μπει.

Κι αυτός – δεν ξέρει. Κι ο άντρας της – έχει πεθάνει.

Κι ο βασιλιάς νιώθει το σφάλμα που έχει κάνει

και λέει την πάσα αλήθεια… Κι είναι η στιγμή

για τελευταία φορά ν’ αλλάξει η σκηνή:

Παλάτι χτίζει η κόρη γύρω απ’ το πηγάδι,

μήλα γεμάτο – να ευωδιάζει το σκοτάδι.

Κρεμάει δέκα μήλα πάνω απ’ το κενό –

και μπαίνει ο δράκος σε μεγάλο πειρασμό.

<<Τα θέλεις; Δείξε ποιον κρατάς>> τού λέει η κόρη –

και ξεπροβάλλει το κεφάλι του το αγόρι.

Την άλλη μέρα, πιο πολλά μήλα κρεμάει –

κι ο δράκος που καλόμαθε τ’ αποζητάει.

<<Δεν καλοείδα ποιον κρατάς>> τού λέει η κόρη –

και ξεπροβάλλει ώς τη μέση του το αγόρι.

Την τρίτη μέρα, ακόμα πιο πολλά κρεμάει –

κι αναστενάζει ο δράκος και παρακαλάει.

<<Πάλι δεν είδα ποιον κρατάς>> τού λέει η κόρη –

και ξεπροβάλλει πια ολόκληρο το αγόρι.

Και τότε – τότε λέει δυο φορές <<μυρμήγκι>> –

και καταφέρνει από το δράκο να ξεφύγει·

πέφτει στο χώμα, λέει δυο φορές <<αητός>> –

και πέταξαν… Κι ο δράκος; Πάει πια αυτός…